- τεχνήμων
- -ῆμον, Α1. κατασκευασμένος με έντεχνο τρόπο («τεχνήμονας αὐλούς», Ανθ. Παλ.)2. (για πρόσ.) επιδέξιος, επιτήδειος, ικανός («τοὺς γράψαν τεχνήμονες ἄνδρες», Οππ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + επίθημα -ήμων (πρβλ. ζηλ-ήμων)].
Dictionary of Greek. 2013.